- αποχαράζω
- μετ. шептать, говорить шёпотом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποχαράζω — (Α ἀποχαράσσω) νεοελλ. 1. τελειώνω τη χάραξη αρχ. 1. σβήνω, αποξέω επιγραφή από μια στήλη 2. θεραπεύω με εγχάραξη … Dictionary of Greek
αποχαράσσω — βλ. αποχαράζω … Dictionary of Greek